αγρονομικός

αγρονομικός
[агрономикос] επ агрономический.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγρονομικός" в других словарях:

  • αγρονομικός — ή, ό [αγρονόμος] αυτός που αναφέρεται στην αγρονομία ή στο αξίωμα και στη δικαιοδοσία τού αγρονόμου …   Dictionary of Greek

  • αγρονομικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αγρονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»